- εὐαλάκατος
- εὐᾱλάκατος , εὐαλάκατοςmasc/fem nom sgεὐᾱλάκατος , εὐηλάκατοςpossessing a fine distaffmasc/fem nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαλάκατος — εὐαλάκατος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευηλάκατος … Dictionary of Greek
εὐαλάκατον — εὐᾱλάκατον , εὐαλάκατος masc/fem acc sg εὐᾱλάκατον , εὐαλάκατος neut nom/voc/acc sg εὐᾱλάκατον , εὐηλάκατος possessing a fine distaff masc/fem acc sg (doric) εὐᾱλάκατον , εὐηλάκατος possessing a fine distaff neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευηλάκατος — εὐηλάκατος, ον (αιολ. τ. εὐαλάκατος) (Α) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία ηλακάτη, ρόκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλακάτη «ρόκα»] … Dictionary of Greek